- κλουβιάζω
- και κλουβιαίνω [κλούβιος]1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν»)2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε»)4. μέσ. κλουβιάζομαι(για τα πτηνά) μπορώ να ζήσω ή ζω μέσα σε κλουβί («τα αηδόνια δεν κλουβιάζονται»)5. φρ. «μού κλούβιανε το κεφάλι» — ενοχλούμαι από θόρυβο ή από δυνατές φωνές.
Dictionary of Greek. 2013.