κλουβιάζω

κλουβιάζω
και κλουβιαίνω [κλούβιος]
1. (για τα αβγά) γίνομαι κλούβιος ή μπαγιάτικος, χαλώ («πέταξα πέντε αβγά γιατί κλούβιασαν»)
2. καθιστώ κάποιαν ή κάτι κλούβιο
3. γίνομαι ανόητος, μωραίνω («γέρασε και κλούβιανε»)
4. μέσ. κλουβιάζομαι
(για τα πτηνά) μπορώ να ζήσω ή ζω μέσα σε κλουβί («τα αηδόνια δεν κλουβιάζονται»)
5. φρ. «μού κλούβιανε το κεφάλι» — ενοχλούμαι από θόρυβο ή από δυνατές φωνές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κλουβιάζω — και κλουβιαίνω κλούβιασα και κλούβιανα, κλουβιασμένος 1. λέγεται για τα αβγά και σημαίνει γίνομαι κλούβιος, μπαγιατίζω, χαλνώ: Κλούβιασαν τ αβγά. 2. κάνω κάτι να γίνει κλούβιο: Του κλούβιανε το μυαλό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουριάζω — και γουργιάζω και ουργιάζω 1. (για πρόσωπο) θρηνώ, οδύρομαι 2. (για σκύλο) ουρλιάζω 3. (για πουλί) κράζω 4. (για αβγό) κλουβιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ωρύομαι κατά τα σε άζω (πρβλ. κράζω, φωνάζω) με τροπή τού ω σε ου , ανάπτυξη αρχικού γ και… …   Dictionary of Greek

  • κλουβιαίνω — βλ. κλουβιάζω …   Dictionary of Greek

  • κλούβιασμα — το [κλουβιάζω] 1. το μπαγιάτεμα τών αβγών 2. η έγκλειση πτηνών σε κλουβί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”